- αντιλογία
- ηαντίρρηση, αντιμίλημα: Σ' όσα του είπα ήταν όλο αντιλογίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀντιλογία — ἀντιλογίᾱ , ἀντιλογία contradiction fem nom/voc/acc dual ἀντιλογίᾱ , ἀντιλογία contradiction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίᾳ — ἀντιλογίαι , ἀντιλογία contradiction fem nom/voc pl ἀντιλογίᾱͅ , ἀντιλογία contradiction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιλογία — Η αντίρρηση, η αυθάδεια, το αντιμίλημα, αλλά και η αντίφαση, η συζήτηση, η εξέταση μιας υπόθεσης. (Φιλοσ.) Ο νόμος της α. ή αντίφασης, μαζί με τον νόμο της ταυτολογίας και τον νόμο του αποκλειόμενου τρίτου, αποτελούν τους τρεις απλούς νόμους της… … Dictionary of Greek
ἀντιλογίας — ἀντιλογίᾱς , ἀντιλογία contradiction fem acc pl ἀντιλογίᾱς , ἀντιλογία contradiction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίαι — ἀντιλογία contradiction fem nom/voc pl ἀντιλογίᾱͅ , ἀντιλογία contradiction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίαν — ἀντιλογίᾱν , ἀντιλογία contradiction fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογιῶν — ἀντιλογία contradiction fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίαις — ἀντιλογία contradiction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίην — ἀντιλογία contradiction fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλογίης — ἀντιλογία contradiction fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)